Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

fighting men


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο fighting παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: men
Σε αυτή τη σελίδα: fighting, fight

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fighting n (war, battle)μάχη ουσ θηλ
  εχθροπραξία ουσ θηλ
  (μεγαλύτερης έκτασης)πόλεμος ουσ αρσ
 The diplomat tried to mediate a ceasefire to stop the fighting.
 Ο διπλωμάτης προσπάθησε να διαπραγματευτεί ανακωχή για να σταματήσουν οι μάχες.
fighting n (children)καβγάς, καυγάς, τσακωμός ουσ αρσ
 When you have twins, the fighting never stops.
 Όταν έχεις δίδυμα, οι καυγάδες δεν σταματούν ποτέ.
fighting n (arguments)καβγάς, καυγάς, τσακωμός ουσ αρσ
  (επίσημο)διαμάχη, διένεξη ουσ θηλ
 The counselor tried to help the couple put a stop to their constant fighting.
 Ο σύμβουλος προσπάθησε να βοηθήσει το ζευγάρι και να σταματήσει τους διαρκείς καυγάδες τους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fight [sb] vtr ([sb]: fend off)παλεύω ρ μ
  πολεμάω ρ μ
  απωθώ ρ μ
 He had to fight the attacker with a stick.
 Χρειάστηκε να παλέψει με τον επιτιθέμενο χρησιμοποιώντας ένα ξύλο.
 Χρειάστηκε να απωθήσει τον επιτιθέμενο με ένα ξύλο.
fight [sb/sth] vtr (try to defeat) (μτφ: με/ενάντια σε κπ/κτ)παλεύω ρ αμ
  (κατά, εναντίον κπ/κτ)αγωνίζομαι ρ αμ
  (αγώνας ενάντια σε κάτι)καταπολεμώ ρ μ
 She fought the government and won.
 Πάλεψε ενάντια στην κυβέρνηση και νίκησε.
 Αγωνίστηκε κατά της κυβέρνησης και νίκησε.
fight vi (military: engage in battle) (στρατιωτική μάχη)πολεμώ ρ αμ
  (επίσημο)μάχομαι ρ αμ
 They started fighting at dawn and the battle lasted all day.
 Άρχισαν να πολεμούν την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα.
 Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα.
fight with [sb] vi + prep figurative, informal (argue, quarrel) (με κάποιον)τσακώνομαι, καβγαδίζω ρ αμ
  (επίσημο)διαπληκτίζομαι ρ αμ
 She's always fighting with her neighbour about noise.
 Τσακώνεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο.
 Διαπληκτίζεται διαρκώς με τον γείτονά της για τον θόρυβο.
fight vi (engage in physical combat)παλεύω ρ αμ
 The two fought with knives for ten minutes.
 Οι δυο τους πάλεψαν με μαχαίρια για δέκα λεπτά.
fight n (physical combat)καβγάς, καυγάς ουσ αρσ
 He got into a fight and has a black eye.
 Έμπλεξε σε έναν καβγά (or: καυγά) και του μαύρισαν το μάτι.
fight n (military: combat)μάχη ουσ θηλ
 A fight broke out along the border.
 Μια μάχη ξέσπασε κατά μήκος των συνόρων.
fight n (struggle) (μεταφορικά)μάχη, πάλη ουσ θηλ
  αγώνας ουσ αρσ
 Women's fight for equality is still ongoing.
 Η μάχη (or: πάλη) των γυναικών για ίσα δικαιώματα συνεχίζεται.
 Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα συνεχίζεται.
fight n (dispute)διαμάχη ουσ θηλ
 The fight over the land was resolved by the judge.
 Η διαμάχη σχετικά με τη γη επιλύθηκε από τον δικαστή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fight n figurative, informal (argument, quarrel)καβγάς, καυγάς, τσακωμός ουσ αρσ
 Their parents have fights all the time.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Οι καβγάδες (or: τσακωμοί) μεταξύ αδερφιών είναι συχνό φαινόμενο.
fight n informal (boxing match) (πυγμαχίας)αγώνας ουσ αρσ
 Ali and Frazier fought the fight of the century in 1971.
fight n informal (strength, spirit)δύναμη ουσ θηλ
  κουράγιο ουσ ουδ
  (επίσημο)σθένος ουσ ουδ
 He had no fight left in him.
fight vi informal (sport: box)αγωνίζομαι ρ αμ
  παλεύω ρ αμ
 They're going to fight for the heavyweight championship.
fight vi informal (sport: wrestle)παλεύω ρ αμ
 He fought in the ring for twelve years before becoming an actor.
fight vi (strive vigorously)παλεύω, αγωνίζομαι ρ αμ
 They fought to prevent the school from being closed.
fight vi (struggle, defend oneself)παλεύω ρ αμ
  (επίσημο)μάχομαι ρ αμ
  αμύνομαι ρ αμ
 Mark was fighting to try and escape from his captors.
fight for [sth] vi + prep (struggle, defend oneself) (για κάτι)παλεύω, αγωνίζομαι ρ αμ
  μάχομαι ρ αμ
 You have to fight for your rights.
fight against [sth] vi + prep (contend) (ενάντια σε κάτι)παλεύω, αγωνίζομαι ρ αμ
  μάχομαι ρ αμ
 He fought against the new regulations.
fight [sb] vtr (military: to battle against [sb])παλεύω ρ αμ
  αντιμετωπίζω ρ μ
 They fought the enemy bravely.
fight [sb] vtr informal (boxing: oppose)παλεύω, αγωνίζομαι ρ αμ
 Lewis is going to fight Holyfield tonight.
fight [sb] vtr informal (wrestle: oppose)αντιμετωπίζω ρ μ
 He fights his opponents with great style.
fight [sth] vtr figurative (combat, resist) (μεταφορικά)παλεύω ρ αμ
 He fought cancer for seven years before succumbing.
fight [sth] vtr (wage, engage in)παίρνω μέρος
 The soldiers fought a battle.
 Οι στρατιώτες πήραν μέρος σε μια μάχη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
fight | fighting
ΑγγλικάΕλληνικά
fight back vi phrasal (retaliate)αντεπιτίθεμαι ρ αμ
 If you attack minorities, you must expect them to fight back.
 Αν επιτίθεσαι σε μειονότητες, πρέπει να περιμένεις ότι θα αντεπιτεθούν.
fight back against [sth/sb] vi phrasal + prep (try to combat)αντιστέκομαι σε κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
fight back against [sth/sb] vi phrasal + prep figurative (try to combat)αντιστέκομαι σε κτ/κπ ρ αμ + πρόθ
fight for [sth] vtr phrasal insep (war: defend)πολεμάω, μάχομαι ρ αμ
 My grandfather fought for his country in World War II.
fight for [sth] vtr phrasal insep (struggle to attain) (προσπαθώ για κάτι)πολεμάω, παλεύω, πασχίζω ρ αμ
 Black Americans had to fight for the right to vote.
fight [sb/sth] off,
fight off [sb/sth]
vtr phrasal sep
(defend yourself from)αποκρούω, απομακρύνω ρ μ
 The 26-year-old woman bravely fought off her attackers with several kicks and punches.
 Η 26χρονη γυναίκα απέκρουσε γενναία τους επιτιθέμενους με αρκετές κλωτσιές και μπουνιές.
fight [sb/sth] off,
fight off [sb/sth]
vtr phrasal sep
figurative (competition)νικάω, κερδίζω ρ μ
  (κάποιου)υπερνικώ, υπερισχύω ρ μ
 Dannii fought off the competition to win the prize.
 Ο Ντάνι υπερίσχυσε των ανταγωνιστών του και κέρδισε το βραβείο.
fight [sth] off,
fight off [sth]
vtr phrasal sep
figurative (infection)καταπολεμώ ρ μ
 Doctors are realizing that to successfully fight off sinus infection, medication alone isn't enough.
 Οι γιατροί συνειδητοποιούν ότι η φαρμακευτική αγωγή από μόνη της δεν φτάνει για να καταπολεμηθεί επιτυχώς η ιγμορίτιδα.
fight over [sth] vtr phrasal insep (have a physical struggle for)παλεύω για κτ περίφρ
 The players fought over the loose ball.
fight over [sth] vtr phrasal insep informal, figurative (argue, quarrel)καυγαδίζω για κτ, τσακώνομαι για κτ περίφρ
  διαπληκτίζομαι για κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη)αρπάζομαι για κτ, πλακώνομαι για κτ περίφρ
  (καθομιλουμένη: με ξύλο)έρχομαι στα χέρια για κτ περίφρ
 Let's not fight over who does the dishes tonight!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
fighting | fight
ΑγγλικάΕλληνικά
fighting chance n figurative (fair opportunity)καλή πιθανότητα επίθ + ουσ
 Do you think the team has a fighting chance of winning the championship title?
 Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα;
fighting fit adj (healthy and strong)που χαίρει άκρας υγείας έκφρ
  ακμαίος και υγιής, γερός και υγιής φρ ως επίθ
  υγιέστατος επίθ
firefighting,
fire fighting,
also UK: fire-fighting
n
(act of combatting fires)πυρόσβεση ουσ θηλ
 The firefighting went on for days as crews tried to get the wildfires under control.
firefighting,
fire fighting,
also UK: fire-fighting
n
(fighting fires)πυρόσβεση ουσ θηλ
  κατάσβεση φωτιάς περίφρ
  (πολύ μεγάλη φωτιά)κατάσβεση πυρκαγιάς περίφρ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Firefighting is a very dangerous occupation.
 Η κατάσβεση πυρκαγιών είναι πολύ επικίνδυνη δουλειά.
firefighting,
fire fighting,
also UK: fire-fighting
n
figurative (tackling immediate problems)προσπάθεια αντιμετώπισης επειγόντων προβλημάτων περίφρ
  προσπαθώ να αντιμετωπίζω τα επείγοντα προβλήματα περίφρ
 The computer system's so messed up that we spend most of our time on firefighting.
 Το σύστημα του υπολογιστή είναι τόσο χάλια που αφιερώναμε τον περισσότερο χρόνο μας στην προσπάθεια αντιμετώπισης επείγοντων των προβλημάτων.
firefighting,
also UK: fire-fighting
n as adj
(relating to combatting fires)πυρόσβεσης ουσ θηλ
  κατάσβεσης ουσ θηλ
fistfighting,
fist-fighting,
fist fighting
n
(fighting without weapons) (καθομιλουμένη)μπουνίδι ουσ ουδ
infighting,
in-fighting
n
(disagreement within a group)εσωτερική διαμάχη επίθ + ουσ θηλ
  εσωτερική διαφωνία επίθ + ουσ θηλ
  (επίσημο, συνήθως πληθυντικός)εσωτερική έριδα επίθ + ουσ θηλ
 The Republican Party is plagued by infighting.
street fighting n (combat in public)καβγάς στον δρόμο φρ ως ουσ αρσ
sword-fighting n (one-on-one combat with long-bladed weapons)ξιφομαχία ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fighting men στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fighting men».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!